- πευθην
- πευθήν-ῆνος ὅ разведчик, соглядатай Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πευθήν — inquirer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] … Dictionary of Greek
πευθῆνα — πευθήν inquirer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνας — πευθήν inquirer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνες — πευθήν inquirer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνι — πευθήν inquirer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνος — πευθήν inquirer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆσι — πευθήν inquirer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθήνων — πευθήν inquirer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek